θειώδης

θειώδης
(I)
θειώδης, -ῶδες (Μ)
[θείος (Ι)]
αυτός που μοιάζει με τον θεό.
επίρρ...
θειωδώς (AM, Α παπ. και θειώδως)
με θείο τρόπο, θεϊκά
αρχ.
με αυτοκρατορικό διάταγμα.
————————
(II)
-ες (Α θειώδης, -ῶδες)
1. αυτός που μοιάζει με θειάφι («θειώδους οσμῆς», Στράβ.)
2. αυτός που έχει το χρώμα τού θειαφιού, κίτρινος ή κιτρινοπράσινος («ἔχοντας θώρακας θειώδεις», ΚΔ)
νεοελλ.
χημικός όρος που χαρακτηρίζει ορισμένες οξυγονούχες ενώσεις τού θείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ) + κατάλ. -ώδης* (πρβλ. δυσ-ώδης, ζοφ-ώδης). Με τη νεοελλ. σημασία η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sulfureux].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θειώδης — sulphureous masc/fem acc pl (attic epic doric) θειώδης sulphureous masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) θειώδης sulphureous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. ο όμοιος με θειάφι στο χρώμα, κίτρινος, κιτρινοπράσινος. 2. θειούχος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θειωδέστερον — θειώδης sulphureous adverbial comp θειώδης sulphureous masc acc comp sg θειώδης sulphureous neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειώδει — θειώδης sulphureous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) θειώδης sulphureous masc/fem/neut dat sg θειώδεϊ , θειώδης sulphureous dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειώδη — θειώδης sulphureous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θειώδης sulphureous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θειώδης sulphureous masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειωδέστατον — θειώδης sulphureous masc acc superl sg θειώδης sulphureous neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειῶδες — θειώδης sulphureous masc/fem voc sg θειώδης sulphureous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειώδεις — θειώδης sulphureous masc/fem acc pl θειώδης sulphureous masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειωδέστερα — θειώδης sulphureous neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειωδέστεραι — θειώδης sulphureous fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”